Βενεζουελανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βενεζουελανός < Βενεζουέλα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βενεζουελανός αρσενικό, θηλυκό Βενεζουελανή
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από τη Βενεζουέλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βενεζουελανός
|