Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βαλασούδα οι Βαλασούδες
      γενική της Βαλασούδας
    αιτιατική τη Βαλασούδα τις Βαλασούδες
     κλητική Βαλασούδα Βαλασούδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βαλασούδα < Βαλασ(ή) + -ούδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /va.laˈsu.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βα‐λα‐σού‐δα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βαλασούδα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία