Βαγγελίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαγγελίνα | οι | Βαγγελίνες |
γενική | της | Βαγγελίνας | — | |
αιτιατική | τη | Βαγγελίνα | τις | Βαγγελίνες |
κλητική | Βαγγελίνα | Βαγγελίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βαγγελίνα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaŋ.ɟeˈli.na/ και σε γρήγορο λόγο va.ɟeˈli.na
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βαγ‐γε‐λί‐να
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βαγγελίνα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις Ευάγγελος και αγγέλλω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Βαγγελίνα
|