Αστροπαλίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αστροπαλίτης < Αστροπαλιά + -της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΑστροπαλίτης αρσενικό, θηλυκό Αστροπαλίτισσα
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Αστροπαλιά, κοινή ονομασία της Αστυπάλαιας
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Αστροπαλίτης
|