Αστερίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αστερίνα | οι | Αστερίνες |
γενική | της | Αστερίνας | των | (Αστερίνων) |
αιτιατική | την | Αστερίνα | τις | Αστερίνες |
κλητική | Αστερίνα | Αστερίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αστερίνα < αρσενικό Αστέρι(ος) + θηλυκό επίθημα -ίνα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αστερίνα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αστερίνα
|