Ασπροκαμπίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Ασπροκαμπίτης < Ασπρόκαμπ(ος) + -ίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ασπροκαμπίτης αρσενικό (θηλυκό Ασπροκαμπίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τον Ασπρόκαμπο ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ασπροκαμπίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ασπροκαμπίτης | οι | Ασπροκαμπίτηδες |
γενική | του | Ασπροκαμπίτη* | των | Ασπροκαμπίτηδων |
αιτιατική | τον | Ασπροκαμπίτη | τους | Ασπροκαμπίτηδες |
κλητική | Ασπροκαμπίτη | Ασπροκαμπίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Ασπροκαμπίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Ασπροκαμπίτης < πατριδωνυμικό Ασπροκαμπίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ασπροκαμπίτης αρσενικό (θηλυκό Ασπροκαμπίτη ή Ασπροκαμπίτου)