Δείτε επίσης: ασιανός, Ἀσιανός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ασιανός οι Ασιανοί
      γενική του Ασιανού των Ασιανών
    αιτιατική τον Ασιανό τους Ασιανούς
     κλητική Ασιανέ Ασιανοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ασιανός < ασιανός < ελληνιστική κοινή Ἀσιανός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.si.aˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐σι‐α‐νός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ασιανός αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό, σπάνιο) ο Ασιάτης (θηλυκό Ασιανή)
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Ασιανού)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: ασιανός