Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ασημένια < ασήμι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ασημένια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία