Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αντίλοχος < αντί + λόχος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αντίλοχος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία