Αμπλιανίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.blʝaˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐μπλια‐νί‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Αμπλιανίτης < Άμπλιαν(η) + -ίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αμπλιανίτης αρσενικό (θηλυκό Αμπλιανίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Άμπλιανη ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Άμπλιανη
- Αμπλιανίτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αμπλιανίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αμπλιανίτης | οι | Αμπλιανίτηδες |
γενική | του | Αμπλιανίτη* | των | Αμπλιανίτηδων |
αιτιατική | τον | Αμπλιανίτη | τους | Αμπλιανίτηδες |
κλητική | Αμπλιανίτη | Αμπλιανίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αμπλιανίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Αμπλιανίτης < πατριδωνυμικό Αμπλιανίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αμπλιανίτης αρσενικό (θηλυκό Αμπλιανίτη ή Αμπλιανίτου)