Αμέρικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αμέρικα < (άμεσο δάνειο) ιταλική America < νεολατινική America[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈme.ɾi.ka/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐μέ‐ρι‐κα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αμέρικα θηλυκό άκλιτο
- (παρωχημένο) η Αμερική, και ειδικότερα οι ΗΠΑ
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αμέρικα
→ δείτε τη λέξη Αμερική |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Αμέρικα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας