Δείτε επίσης: Αλισάβου

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αλισαβού οι Αλισαβούδες
      γενική της Αλισαβούς των Αλισαβούδων
    αιτιατική την Αλισαβού τις Αλισαβούδες
     κλητική Αλισαβού Αλισαβούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αλισαβού < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αλισαβού θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία