Αλγερίνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /al.ʝeˈɾi.nos/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αλ‐γε‐ρί‐νος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αλγερίνος αρσενικό (θηλυκό Αλγερίνα)
- (εθνικό όνομα, οικείο) άλλη γραφή του Αλγερινός
- ※ Ὁ καπουντὰν πασὰς ποὺ ξεθάρεψε ἀπ’ τὴ στιγμὴ ποὺ ἦρθαν σὲ βοήθεια του οἱ Μπαρμπαρίνοι θέλησε νὰ βάλη σ’ ἐνέργεια τὸ «τρακάρισμα» (ἐμβολή). Μὲ τὴν πλώρη του νὰ χτυπάη τὰ ἑλληνικὰ καράβια στὰ πλάγια. Ἔτσι θὰ κατάφερνε νὰ τὰ βουλιάξη ἢ νὰ ζυγώση τόσο ὥστε οἱ πηδηχτάδες ἀπ’ τὸ τσοῦρμο του νὰ κάνανε ρεσάλτο καὶ νὰ βρίσκονταν πάνω στὸ ἑλληνικὸ καράβι. Τὸ ἴδιο εἶχαν σκοπὸ νὰ κάνουν κι’ οἱ Ἀλγερίνοι. (Τάκης Λάππας, Ο θαλασσομάχος του Αιγαίου, Αθήνα: Ατλαντίς, 1961, σσ. 124-125)
Άλλες γραφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη Αλγερία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αλγερίνος
→ δείτε τη λέξη Αλγερινός |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αλγερίνικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Αλγερίνος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας