Αθωνίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αθωνίτης | οι | Αθωνίτες |
γενική | του | Αθωνίτη | των | Αθωνιτών |
αιτιατική | τον | Αθωνίτη | τους | Αθωνίτες |
κλητική | Αθωνίτη | Αθωνίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αθωνίτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἄθων / Ἄθως [του Ἄθων(ος)] + -ίτης[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.θoˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐θω‐νί‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αθωνίτης αρσενικό
- (πατριδωνυμικό) αυτός που διαμένει ή προέρχεται από τον Άθω, από το Άγιον Όρος· ο Αγιορείτης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αθωνίτης
→ δείτε τη λέξη Αγιορείτης |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Βλ. Παράλληλη Αναζήτηση: «Αθωνίτης», Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.