Αβαριτσιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.va.ɾiˈt͡sço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐βα‐ρι‐τσιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Αβαριτσιώτης < Αβαρίτσ(α) + -ιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αβαριτσιώτης αρσενικό (θηλυκό Αβαριτσιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Αβαρίτσα ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Αβαρίτσα
- Αβαριτσιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αβαριτσιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αβαριτσιώτης | οι | Αβαριτσιώτηδες |
γενική | του | Αβαριτσιώτη* | των | Αβαριτσιώτηδων |
αιτιατική | τον | Αβαριτσιώτη | τους | Αβαριτσιώτηδες |
κλητική | Αβαριτσιώτη | Αβαριτσιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Αβαριτσιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Αβαριτσιώτης < πατριδωνυμικό Αβαριτσιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αβαριτσιώτης αρσενικό (θηλυκό Αβαριτσιώτη ή Αβαριτσιώτου)