Δείτε επίσης: ΑΔΑΕ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ΑΑΔΕ < Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.aˈðe/

  Συντομομορφή επεξεργασία

Α.Α.Δ.Ε. θηλυκό ακρωνύμιο

Δείτε επίσης επεξεργασία