Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ώτος ο σκωψ < (καθαρεύουσα) Ὦτος ὁ σκώψ (μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική , όρος Otus scops < αρχαία ελληνική ὦτος (είδος κουκουβάγιας), σκώψ (είδος μικρής κουκουβάγιας)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ώτος ο σκωψ αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία