Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Όλμπριχτ < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Όλμπριχτ αρσενικό ή θηλυκό