Δείτε επίσης: Ἄσιμος, άσημος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Άσιμος οι Άσιμοι
      γενική του Άσιμου των Άσιμων
    αιτιατική τον Άσιμο τους Άσιμους
     κλητική Άσιμε Άσιμοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Γιάμαλος (κλίση: αντίλαλος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Άσιμος < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈa.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ά‐σι‐μος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Άσιμος αρσενικό (θηλυκό Άσιμου)

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία