Δείτε επίσης: serĉi

Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ŝerci < γερμανική scherzen

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈʃeɾ.t͡si/

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα ŝerci
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ŝercas ŝercanta ŝercata
αόριστος ŝercis ŝercinta ŝercita
μέλλοντας ŝercos ŝerconta ŝercota
υποθετική ŝercus - -
προστακτική ŝercu - -

ŝerci (eo)

Δείτε επίσης επεξεργασία