ŝanco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ŝanco < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝanco | ŝancoj |
αιτιατική | ŝancon | ŝancojn |
ŝanco (eo)
- η τύχη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝanco | ŝancoj |
αιτιατική | ŝancon | ŝancojn |
ŝanco (eo)