ŝafido
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝafido | ŝafidoj |
αιτιατική | ŝafidon | ŝafidojn |
ŝafido (eo)
- το αρνί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝafido | ŝafidoj |
αιτιατική | ŝafidon | ŝafidojn |
ŝafido (eo)