Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ściana ściany
γενική ściany ścian
δοτική ścianie ścianom
αιτιατική ścianę ściany
οργανική ścianą ścianami
τοπική ścianie ścianach
κλητική ściano ściany

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɕʨ̑ãna/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ściana (pl) θηλυκό

  1. ο τοίχος
  2. (γεωμετρία) η πλευρά, η έδρα πολύεδρου

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία