œcuménique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- œcuménique < μεσαιωνική λατινική œcumenicus < οικουμένη, ο κατοικημένος κόσμος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.ky.me.nik/ ή
- ΔΦΑ : /ø.ky.me.nik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
œcuménique | œcuméniques |
œcuménique (fr) αρσενικό ή θηλυκό