Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική łyżeczka łyżeczki
γενική łyżeczki łyżeczek
δοτική łyżeczce łyżeczkom
αιτιατική łyżecz łyżeczki
οργανική łyżecz łyżeczkami
τοπική łyżeczce łyżeczkach
κλητική łyżeczko łyżeczki

  Ετυμολογία επεξεργασία

łyżeczka < υποκοριστικό του łyżka

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

łyżeczka (pl) θηλυκό