Ετυμολογία

επεξεργασία

łatwizna (pl) < łatwy (pl)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /watˈfʲizna/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

łatwizna (pl) θηλυκό