Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

łapówka (pl) < από τη λέξη łapa

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /waˈpufka/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

łapówka (pl) θηλυκό