łabędzi śpiew
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
łabędzi śpiew (pl) < łabędzi (pl) + śpiew (pl)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
łabędzi śpiew (pl) αρσενικό
- το κύκνειο άσμα
łabędzi śpiew (pl) < łabędzi (pl) + śpiew (pl)
łabędzi śpiew (pl) αρσενικό