ĵuspasinta
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĵuspasinta | ĵuspasintaj |
αιτιατική | ĵuspasintan | ĵuspasintajn |
ĵuspasinta (eo)
- που μόλις έληξε
- la ĵuspasinta sesio - η συνεδρίαση που μόλις έληξε
Άλλες γραφές επεξεργασία
- jhuspasinta στο H-sistemo
- jxuspasinta στο X-sistemo