ĝisdatigo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝisdatigo | ĝisdatigoj |
αιτιατική | ĝisdatigon | ĝisdatigojn |
ĝisdatigo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝisdatigo | ĝisdatigoj |
αιτιατική | ĝisdatigon | ĝisdatigojn |
ĝisdatigo (eo)