ĝia
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝia | ĝiaj |
αιτιατική | ĝian | ĝiajn |
ĝia (eo) κτητικό επίθετο
- του, που ανήκει σ' αυτό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĝia | ĝiaj |
αιτιατική | ĝian | ĝiajn |
ĝia (eo) κτητικό επίθετο