Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ĝermi < ĝerm + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα ĝermi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ĝermas ĝermanta ĝermata
αόριστος ĝermis ĝerminta ĝermita
μέλλοντας ĝermos ĝermonta ĝermota
υποθετική ĝermus - -
προστακτική ĝermu - -

ĝermi (eo)