ĉifro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉifro | ĉifroj |
αιτιατική | ĉifron | ĉifrojn |
ĉifro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉifro | ĉifroj |
αιτιατική | ĉifron | ĉifrojn |
ĉifro (eo)