ĉevalaĉo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉevalaĉo | ĉevalaĉoj |
αιτιατική | ĉevalaĉon | ĉevalaĉojn |
ĉevalaĉo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉevalaĉo | ĉevalaĉoj |
αιτιατική | ĉevalaĉon | ĉevalaĉojn |
ĉevalaĉo (eo)