Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ĉesigi < ĉes + -ig- + -i

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα ĉesigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ĉesigas ĉesiganta ĉesigata
αόριστος ĉesigis ĉesiginta ĉesigita
μέλλοντας ĉesigos ĉesigonta ĉesigota
υποθετική ĉesigus - -
προστακτική ĉesigu - -

ĉesigi (eo)