Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ĉefa < ĉef- + -a

  Επίθετο επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ĉefa ĉefaj
αιτιατική ĉefan ĉefajn

ĉefa (eo)

jen la ĉefaj informoj, ορίστε οι κύριες πληροφορίες