ĉeesta
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉeesta | ĉeestaj |
αιτιατική | ĉeestan | ĉeestajn |
ĉeesta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉeesta | ĉeestaj |
αιτιατική | ĉeestan | ĉeestajn |
ĉeesta (eo)