éventailliste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- éventailliste < éventail
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
éventailliste | éventaillistes |
éventailliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη éventer
ενικός | πληθυντικός |
éventailliste | éventaillistes |
éventailliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό