éreintement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
éreintement | éreintements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
éreintement (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη éreinter
ενικός | πληθυντικός |
éreintement | éreintements |
éreintement (fr) αρσενικό