équivoque
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- équivoque < λατινική aequivocus
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
équivoque | équivoques |
équivoque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Αντώνυμα επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
équivoque | équivoques |
équivoque (fr) θηλυκό
- το διφορούμενο