Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
équitable équitables

  Επίθετο επεξεργασία

équitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. δίκαιος, αμερόληπτος
    partage équitable - δίκαιη μοιρασιά