épimorphisme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.mɔʁ.fism/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
épimorphisme | épimorphismes |
épimorphisme (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
épimorphisme | épimorphismes |
épimorphisme (fr) αρσενικό