Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

épigramme < λατινική epigramma

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.ɡʁam/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
épigramme épigrammes

épigramme (fr) θηλυκό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
épigramme épigrammes

épigramme (fr) αρσενικό

  • épigrammes d'agneau - μικρές φέτες στήθους αρνιού που τρώγονται τηγανητές ή στη σχάρα

Συγγενικά επεξεργασία