Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.lɛk.tʁik/
 

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
électrique électriques

électrique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ηλεκτρικός
    le courant électrique - το ηλεκτρικό ρεύμα
  2. (για χρώματα) ελεκτρίκ
    bleu électrique - μπλε ελεκτρίκ