électrification
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
électrification | électrifications |
électrification (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
électrification | électrifications |
électrification (fr) θηλυκό