éjaculateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
éjaculateur | éjaculateurs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
éjaculateur (fr) αρσενικό
- ο εκσπερματιστής
- éjaculateur précoce - πρόωρος εκσπερματιστής
ενικός | πληθυντικός |
éjaculateur | éjaculateurs |
éjaculateur (fr) αρσενικό