Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

égalitariste < égalitarisme

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
égalitariste égalitaristes

égalitariste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. οπαδός ή εμπνευσμένος από την ολιστική ισότητα

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
égalitariste égalitaristes

égalitariste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. οπαδός ή εμπνευσμένος από την ολιστική ισότητα