Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.dil/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
édile édiles

édile (fr) αρσενικό

  1. στην αρχαία Ρώμη, αγορανόμος
  2. δημοτικός σύμβουλος μεγάλης πόλης