Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. écot < φραγκική °scot (συμβολή)
  2. écot < φραγκική °scot (βλαστάρι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
écot écots

écot (fr) αρσενικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
écot écots

écot (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία