écorchement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- écorchement < écorcher
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
écorchement | écorchements |
écorchement (fr) αρσενικό
- το γδάρσιμο (η ενέργεια)
ενικός | πληθυντικός |
écorchement | écorchements |
écorchement (fr) αρσενικό